-
1 прокладка
1. (уплотнительная деталь) το παρέμβυσμαводонепроницаемая - υδατοστεγές -, υδατοστεγανό -резиновая - λαστιχένιο/ελαστικό -2. (проставочная деталь) το διαχωριστικό (τεμάχιο/στοιχείο) 3. (операция укладки или проводки) η τοποθέτηση, η κατασκευή, η χάραξηрельсовая - των τροχιογραμμών/ραγών4. (линии, пути) (нвг.) η χάραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прокладка
-
2 схлёстывание
(проводов при раскачивании) η τυχαία ένωση (των καλωδίων κατά την αιώρηση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > схлёстывание
-
3 заделка
1. (отверстий, трещин и т.п.) το κλείσιμο, το σφράγισματο βούλωμα2. (для оконцевания кабелей) η διαμόρφωση (άκρων των καλωδίων) 3. (устройство для вязки проводов на изоляторе) το σύστημα πλεξίματος καλωδίων στον μονωτήρα 4. (в бетон) η τοποθέτηση στο σκυρόδεμα 5. (стержня, балки) η πάκτωση, η στερέωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заделка
-
4 пучок
1. (множество чего-л. лучеобразно расходящегося из чего-л.) η δέσμη, η δεσμίδα- прямых мат. - των ευθειών2. (излучения, частиц) η δέσμη 3. (небольшая связка чего-л.) η δεσμίδα, разг. το μάτσο (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пучок
-
5 контакт
-а α.1. επαφή, άγγιγμα•заразиться при -е с больным μολύνομαι με το άγγιγμα του αρρώστου.
|| μτφ.επικοινωνία, επαφή•вступить в контакт с кем-н. έρχομαι σε επαφή με κάποιον.
2. ένωση μέρος επαφής•-двух проводов επαφή δύο καλωδίων•
зачистка -ов проводов καθάρισμα των σημείων επαφής των καλωδίων.
-
6 пересечение
η διασταύρωσ/ηточка - я σημείο της - ης Ц - дорог - των δρόμων/οδώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пересечение
-
7 соединение
-я ουδ.1. ένωση, σύνδεση•соединение проводов σύνδεση των καλωδίων.
2. συνδυασμός•соединение теории с практикой συνδυασμός της θεωρίας με την πράξη.
3. το σημείο της σύνδεσης (ένωσης).4. (στρατ.) σχηματισμός•танковое соединение σχηματισμός αρμάτων μάχης.
-
8 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
9 хомут
1. (элемент машины или механизма) η στεφάνη (στοιχείο μηχανής) 2. (деталь скрепления кабелей, проводов и т.п.) о κρίκος/η στεφάνη στήριξης 3. с.-х. το περιαυχένιοη λαι-μαριάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хомут
-
10 изоляция
-и θ.απομόνωση•изоляция зарозных соль! ных απομόνωση των μολυσμένων ασθενών•
-преступника απομόνωση του εγκληματία•
моральная изоляция ηθική απομόνωση.
(ηλεκτρ.) μόνωση•изоляция электрических проводов μόνωση ηλεκτρικών καλωδίων.
|| μονωτική ουσία.